- σανίδων
- σανίςboardfem gen plσανιδόωboard overimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σανιδόωboard overimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σανιδῶν — σανιδόω board over pres part act masc voc sg (doric aeolic) σανιδόω board over pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σανιδόω board over pres part act masc nom sg σανιδόω board over pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παράπτω — ΜΑ [άπτω] 1. ανάβω, καίω, πυρπολώ 2. δίνω φως μσν. μέσ. παράπτομαι αγγίζω κατά λάθος αρχ. 1. μέσ. α) εφαρμόζω β) αγγίζω ελαφρά γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι») δ) πλησιάζω 2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι… … Dictionary of Greek
σανιδάς — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία ή στην κατασκευή σανίδων 2. πωλητής σανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… … Dictionary of Greek
επιστροφίο — και πιστρόφι, το η πρώτη σειρά επηγκενίδων* (σανίδων) μετά την τρόπιδα στα ξύλινα σκάφη … Dictionary of Greek
θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… … Dictionary of Greek
καλαθώ — καλαθῶ, όω (Μ) [κάλαθος] καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος τής στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ* … Dictionary of Greek
καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… … Dictionary of Greek
καλαφατίζω — (Μ καλαφατίζω) [καλαφάτης] φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι νεοελλ. μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω … Dictionary of Greek